
Το ζήτημα της φυγής ανθρωπίνου κεφαλαίου από την Ελλάδα έχει απασχολήσει πολλούς αναλυτές και μέσα ενημέρωσης, ιδίως κατά την δεκαετία της μεγάλης οικονομικής κρίσης που διανύουμε. Το λεγόμενο «brain drain» αφήνει το αρνητικό του αποτύπωμα στην ελληνική κοινωνία, ποσοτικά και πολλώ δε μάλλον ποιοτικά. Όμως, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, τα προβλήματα του «εθνικού κέντρου» αντανακλώνται με εκπληκτική ομοιότητα και στην Διασπορά.
Συνεπώς, η οργανωμένη Ομογένεια βιώνει, παράλληλα, ένα δικό της «brain drain», η οποία χαρακτηρίζεται από την αποχώρηση σημαινόντων στελεχών από διοικητικές θέσεις εντός της Ομογένειας ή την μη ενασχόληση νέων προσοντούχων με τα κοινά. Όπως και στην Ελλάδα, νοοτροπίες της κρατούσης νομενκλατούρας και η δυσλειτουργία των κρατικών/κοινοτικών οργάνων ευθύνονται, εν πολλοίς, για την φυγή αυτή.
Η πιο πρόσφατη χαρακτηριστική περίπτωση του φαινομένου αυτού ακούει στο όνομα του κ. Ντένις Μέχιελ (Dennis Mehiel), ο οποίος, με επιστολή του, στις 30 Ιουλίου 2018, προς τον Σεβ. Αρχιεπίσκοπο Γέροντα Αμερικής κ. Δημήτριο, υπέβαλλε την παραίτησή του από τη θέση του προέδρου και μέλους της Ειδικής Ερευνητικής Επιτροπής του Αγίου Νικολάου (St. Nicholas Special Investigative Committee), η οποία κλήθηκε να διερευνήσει την μεταφορά χρηματικών ποσών από τους αποκλειστικούς λογαριασμούς του Αγίου Νικολάου για να καλυφθούν λειτουργικά έξοδα της Ι. Αρχιεπισκοπής Αμερικής, η οποία περνά δεινή οικονομική κρίση.
Ο ομογενής που προστάτεψε τον ναό του Αγ. Νικολάου με πολιτικές φιλίες
Η απώλεια αυτή θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική, τόσο σε συμβολικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Ο κ. Μέχιελ, με την ιδιότητά του ως καταξιωμένου επιχειρηματία και κορυφαίου χρηματοδότη του πανίσχυρου, στην Νέα Υόρκη, Δημοκρατικού Κόμματος, έπαιξε ίσως τον πλέον καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη συμφωνίας μεταξύ της Αρχιεπισκοπής Αμερικής και των εμπλεκομένων πολιτειακών αρχών για την ανοικοδόμηση του Ι.Ν. Αγίου Νικολάου στο Παγκόσμιο Εμπορικό Κέντρο, που είχε καταστραφεί στις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Όσοι παρακολουθούν τα τεκταινόμενα γύρω από τον ναό μετά το 2001, θα θυμούνται ότι η ανοικοδόμησή του είχε τεθεί εν αμφιβόλω εξαιτίας προσπαθειών της Λιμενικής Αρχής Νέας Υόρκης-Νέας Ιερσέης, η οποία διαχειρίζεται τον χώρο, να απαλλοτριώσει το οικόπεδο της εκκλησίας. Όταν τελικά υποχρεώθηκε ο ναός να ανοικοδομηθεί πλησίον της αρχικής του τοποθεσίας, κινδύνεψε από την δημιουργηθείσα οικοδομική καραμπόλα, με αποτέλεσμα η είδηση να λάβει παναμερικανικές διαστάσεις και να οδεύσει η επίλυση του θέματος στα δικαστήρια. Χάρη στην κρίσιμη παρασκηνιακή δράση του κ. Μέχιελ, η ανοικοδόμηση του ιστορικού ναού έλαβε τελικά σάρκα και οστά, όμως σήμερα η εκκλησία κινδυνεύει να μείνει ημιτελής εξαιτίας της οικτράς οικονομικής κατάστασης στην Αρχιεπισκοπή και την προφανή κακοδιοίκηση σχετικά με το έργο, το κόστος του οποίου έχει ανέλθει σε αστρονομικά ύψη.
Οι εκροές ανθρωπίνου κεφαλαίου πληρώνονται ακριβά
Ως αιτία παραίτησής του, ο κ. Μέχιελ επικαλείται την εμφανή ασυμφωνία μεταξύ του ιδίου και της ηγεσίας της Αρχιεπισκοπής σχετικά με την αποστολή της επιτροπής που εκλήθη να προεδρεύσει. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της ημερήσιας ομογενειακής εφημερίδας «Εθνικός Κήρυξ», ο κ. Μέχιελ έγραψε, μεταξύ άλλων, στην επιστολή της παραίτησής του ότι «φαίνεται πως η αντιληπτική μου για τον ρόλο της Επιτροπής επίλυσης των ζητημάτων τα οποία προκάλεσαν τη διακοπή του έργου διαφέρει από αυτά που είχε στις προθέσεις του η Σεβασμιότητά Σας όταν μας διόρισε»…
Η φυγή του κ. Μέχιελ θα στερήσει από την επιτροπή έναν πρόεδρο με κρίσιμες πολιτικές διασυνδέσεις και άμεση πρόσβαση στον κυβερνήτη της Νέας Υόρκης και ψημολογούμενο προεδρικό υποψήφιο κ. Άντριου Κουόμο. Σε μια κρίσιμη καμπή για την ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης του ημικατασκευασμένου και καταχρεωμένου ναού που θα βρίσκεται στην καρδιά ίσως του πιο τουριστικού και εμβληματικού σημείου της Νέας Υόρκης – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πολιτιστική διπλωματία του Ελληνισμού – η απώλεια του πολύτιμου αυτού ανθρωπίνου κεφαλαίου θα στοιχίσει ακριβά.
Στον γενικότερο προβληματισμό που επικρατεί για την οργανωτική δομή και τον κρατικό μηχανισμό του ελληνικού κράτους, πρέπει να προστεθούν και οι θεσμοί της οργανωμένης Ομογένειας. Στην σύναξη των ανά τον κόσμο ιεραρχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που θα πραγματοποιηθεί στις αρχές Σεπτεμβρίου, για πρώτη φορά μετά από 3 χρόνια, αξίζει να συζητηθεί και το θέμα αυτό ώστε να ληφθούν μέτρα ανάσχεσης του «brain drain» που απειλεί ευθέως τον οικουμενικό Ελληνισμό.