
Η χώρα μετράει αντίστροφα προς τις εθνικές εκλογές, καθώς η κανονική θητεία της κυβέρνησης λήγει σε περίπου έξι μήνες από τώρα. Τούτων δοθέντων, με την αρχή του νέου έτους, όποτε και αν προκηρυχθούν, δεν μπορεί να θεωρούνται πια πρόωρες. Άρα, η προεκλογική περίοδος έχει ουσιαστικά ανοίξει.
Από το καλοκαίρι, η κυβέρνηση έχει βρεθεί στριμωγμένη από ένα σκάνδαλο υποκλοπών που δείχνει να φτάνει ως στον πρωθυπουργό. Παράλληλα, κλήθηκε να διαχειριστεί δύο μείζονες κρίσεις, την ενεργειακή και την πανδημία. Αν και δεν ευθύνεται για τις κρίσεις αυτές, υποχρεώθηκε να λάβει δύσκολες αποφάσεις, εν μέρει αμφιλεγόμενες, που αναπόφευκτα την έφεραν αντιμέτωπη με ένα μέρος της κοινωνίας και προκάλεσαν πολιτική φθορά. Με όλα αυτά, θα περίμενε κανείς ότι η εικόνα που προκύπτει από τα δημοσκοπικά ευρήματα θα ήταν πολύ χειρότερη.

Αντιθέτως, εξακολουθεί να διατηρεί υπολογίσιμο προβάδισμα στην πρόθεση ψήφου απέναντι στην αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ η πρωτιά της δεν δείχνει να αμφισβητείται, εκτός σοβαρού απροόπτου. Το σύστημα της απλής αναλογικής με το οποίο θα διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές μπορεί να στερήσει την αυτοδυναμία από το κυβερνών κόμμα, αλλά στις επαναληπτικές εκλογές, που μοιάζουν αναπόφευκτες, η προοπτική μιας νέας θητείας φαντάζει ως το πλέον ρεαλιστικό σενάριο.
Επιλέγοντας το «μη χείρον»
Εδώ πρέπει να τεθεί το κρίσιμο ερώτημα εάν το σταθερό προβάδισμα της ΝΔ μπορεί να αποδοθεί περισσότερο στις επιτυχίες της παρούσας κυβέρνησης ή στην αβελτηρία της αντιπολίτευσης. Ό,τι και να πιστεύει κανείς, οφείλει να αναγνωρίσει ότι παρόλο που η σημερινή κυβέρνηση υποχρεώθηκε να ανταποκριθεί σε ένα φάσμα προκλήσεων και προβλημάτων που ήταν πρωτοφανείς στην ένταση και την διάρκειά τους, ωφελήθηκε παράλληλα από μια αντιπολίτευση που έχει αποδειχθεί πολύ κατώτερη των περιστάσεων και που ενδεχομένως ωθεί τους ψηφοφόρους να επιλέξουν την σημερινή κυβέρνηση ως το «μη χείρον».
Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν δείχνει να βρήκε ποτέ την περπατησιά της μετά την ήττα που υπέστη στις εκλογές του 2019. Τα βαρίδια της Συμφωνίας των Πρεσπών, που υπήρξε μειοδοτική από κάθε άποψη, και το 4ο Μνημόνιο, που υπερψήφισε η δήθεν αντιμνημονιακή κυβέρνηση Τσίπρα, εξακολουθούν να στοιχειώνουν τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως και ο αναμηρυκασμός απαράδεκτων θέσεων που προβάλλει η Τουρκία. Η δυσφήμηση της χώρας με την ανόητη υιοθέτηση των ισχυρισμών της ΜΚΟ Human Rights 360 και του γερμανικού περιοδικού «Σπίγκελ», που αποδείχθηκαν ψευδείς και ανυπόστατοι στην συνέχεια, αποτελούν μόνο ένα παράδειγμα της ζημιάς που έχει προκαλέσει το κόμμα και οι εκπρόσωποί της αξιωματικής αντιπολίτευσης επειδή θέτουν την ιδεοληψία υπεράνω του εθνικού συμφέροντος.
Πριν από ένα χρόνο, όταν το ΠΑΣΟΚ ανέδειξε έναν νέο και πολιτικά ατσαλάκωτο άνθρωπο για αρχηγό του, υπήρχαν ελπίδες ότι η διαφαινόμενη σταδιακή δημοσκοπική άνοδο του κεντροαριστερού κόμματος θα επανέφερε την δημόσια πολιτική αναμέτρηση σε ασφαλέστερες ατραπούς, μακριά από εικονοκλαστικές πομφόλυγες. Δυστυχώς, η αντιπολίτευση που ασκεί ο κ. Ανδρουλάκης έχει απογοητεύσει μέχρι στιγμής.
Αντιπολιτευτικές αστοχίες του κ. Ανδρουλάκη
Αντί να θέτει κάποιους βασικούς άξονες που θα μπορούσαν να γίνουν δεκτοί από όποιο κόμμα βγει πρώτο και να δώσει το στίγμα του μέσα από την νέα κυβέρνηση συνεργασίας που θα προκύψει, αναλώθηκε όλους αυτούς τους μήνες αξιώνοντας τον αποκλεισμό των κ.κ. Μητσοτάκη και Τσίπρα από την πρωθυπουργία και απαιτώντας να εφαρμοστεί πλήρες πρόγραμμα «σοσιαλδημοκρατίας» από τον υποψήφιο κυβερνητικό εταίρο, που ενώ θα διαθέτει περισσότερους βουλευτές, θα πρέπει, κατά την άποψη του κ. Ανδρουλάκη, να ακολουθήσει την πολιτική που θα του υπαγορεύει ο ίδιος.
Αν υποθέσουμε ότι το ΠΑΣΟΚ κληθεί να μπει στον ρόλο του υποψηφίου ελάσσονος κυβερνητικού εταίρου σε κυβέρνηση συνεργασίας, η όλη στάση του είναι προβληματική και θα λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά. Πώς μπορεί να απαιτεί από τον μείζονα εταίρο να εφαρμόσει το πρόγραμμα του ελάσσονος, ειδικά αν το συγκεκριμένο κόμμα ανήκει σε άλλον ιδεολογικό χώρο; Αυτό δεν συνιστά κατάφορη προσπάθεια ακύρωσης της δημοκρατικής πλειοψηφίας; Άλλωστε, εάν ο λαός επιθυμούσε την εφαρμογή καθαρόαιμου σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος, θα φρόντιζε να αναδείξει το ΠΑΣΟΚ ως πρώτο κόμμα.
Έπειτα, η μονομανία του κ. Ανδρουλάκη με την υπόθεση των υποκλοπών έχει ανακόψει την δημοσκοπική άνοδο του ΠΑΣΟΚ. Προφανώς, οι ψηφοφόροι κουράστηκαν από την μόνιμη γκρίνια, ειδικά όταν δεν συνοδεύεται από εποικοδομητικές προτάσεις.
Αντί να χαράζει μια ξεχωριστή αντιπολίτευση που θα μπορούσε να αναδείξει την ειδιοποιό διαφορά του κόμματός του, το ΠΑΣΟΚ προτίμησε να γίνει ουρά του ΣΥΡΙΖΑ. Με τέτοιου είδους ρητορική, είναι αμφίβολο αν το ΠΑΣΟΚ θα μπορέσει να εκτοπίσει τον ΣΥΡΙΖΑ και να επανέλθει στην φυσική του θέση ως το εν δυνάμει εναλλακτικό κυβερνών κόμμα.
Ο πολιτικός παστρικοθοδωρισμός δεν προσφέρεται για αντιπολίτευση
Πόσο πιο πετυχημένη θα ήταν όμως εάν επικέντρωνε την κριτική του σε ένα θέμα όπου οι δύο τελευταίες κυβερνήσεις έχουν αποτύχει παταγωδώς – στο σκοπιανό. Η συμφωνία-έκτρωμα των κ.κ. Τσίπρα και Κοτζιά υιοθετήθηκε πλήρως από την κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία δεν έκανε τίποτε για να περιορίσει την ζημιά, προτιμώντας την βολική σιωπή. Καμία επαναδιαπραγμάτευση δεν απαίτησε από τα Σκόπια, ούτε καν προσπάθησε να αξιοποιήσει τις αντιθέσεις της Βουλγαρίας για την λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα, για να διορθώσει το πλέον προβληματικό σημείο της Συμφωνίας των Πρεσπών, την άνευ όρων παραχώρηση «μακεδονικής» γλώσσας και ιθαγένειας.
Το ΠΑΣΟΚ, που δεν συμμετείχε σε αυτή την εθνικά ταπεινωτική υπόθεση, είχε μια χρυσή ευκαιρία να ασκήσει υπεύθυνη αντιπολίτευση απέναντι στα δύο κόμματα και να εκφράσει μια θέση που στηρίζει η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ότι το όνομα Μακεδονία και τα παράγωγά του δεν πρέπει να καπηλεύονται από τους Σκοπιανούς. Έπειτα, η θέση αυτή είναι συμβατή με τις αρχές του κόμματος και την στάση του αείμνηστου ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ και πρώην πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου. Μετά την πτώση της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η τότε θέση του ΠΑΣΟΚ για τον σκοπιανό υπήρξε αιχμή του δόρατος για την επιστροφή του στην εξουσία.
Αλλά ο κ. Ανδρουλάκης, ο οποίος φημιζόταν για τις οργανωτικές του ικανότητες, δεν δείχνει να διαθέτει το πολιτικό ένστικτο και τσαγανό του κ. Παπανδρέου. Αναλώνοντας όλον τον δημόσιο λόγο του στις εις βάρος του υποκλοπές, παραβλέπει μείζονα θέματα. Έτσι, χάνει μια χρυσή ευκαιρία και κατά πάσα πιθανότητα θα το πληρώσει το λάθος αυτό στις επόμενες εκλογές.
Μόνο που θα το πληρώσει μαζί του ολόκληρη η χώρα, με διπλές ή και τριπλές κάλπες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την σταθερότητα της χώρας εν μέσω μιας διαρκώς κλιμακούμενης τουρκικής προκλητικότητας που μοιάζει να στοχεύει όλο και περισσότερο στην δημιουργία θερμού επεισοδίου. Εν τω μεταξύ, οι Σκοπιανοί στήνουν τα παραμάγαζά τους στην Ελλάδα – νομίμως πλέον – για να διδάξουν την «μακεδονική» γλώσσα. Θέμα χρόνου είναι να εγείρουν και ζήτημα «μακεδονικής» μειονότητας.
Και ενόσω πάσχιζε ο κ. Ανδρουλάκης να εκμεταλλευτεί την δήθεν ηθική υπεροχή και να παριστάνει το θύμα, ξέσπασε το σκάνδαλο με την κα Καϊλή, θυμίζοντας στον κόσμο τις «παλιές δόξες» του ΠΑΣΟΚ. Το επιμύθιο είναι ότι χωρίς ξεκάθαρες θέσεις και αρχές, σωστή αντιπολίτευση δεν γίνεται. Οι εκλογές δεν κερδίζονται παριστάνοντας την «παστρικοθοδώρα», διότι η πολιτική είναι βρόμικος χώρος και ποτέ δεν ξέρεις ποιος θα περάσει το κατώφλι για να σου «λερώσει το πάτωμα».