Λίγο πριν το 1900. Έλληνες μετανάστες ξεκινούν με όνειρα και ελπίδες εγκαταλείποντας την πατρίδα κατά χιλιάδες αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στην Αμερική. Πουλούσαν ο,τι είχαν και δεν είχαν για να αγοράσουν το πολυπόθητο εισιτήριο για την Αμερική. Δεν ήταν επιλογή τους, η πείνα τους ανάγκασε να φύγουν. Φθάνοντας στην Νέα Υόρκη τους περίμεναν δυσκολίες που ούτε είχαν ποτέ φανταστεί. Εξαντλημένοι από το μεγάλο ταξίδι, άρρωστοι και φοβισμένοι, αναγκάζονταν να αποδείξουν πως ήταν ικανοί για δουλειά, σωματικά ακόμα και διανοητικά. Οι κακουχίες και τα βάσανά τους δυστυχώς δεν επέστρεψαν πίσω μαζί με τα καράβια που τους μετέφεραν εκει. Η εκμετάλλευση και η ταπείνωσή, τους περίμενε.Ένας μεγάλος εχθρός τους η γλώσσα που δεν γνώριζαν. Η εργασία που τους περίμενε ήταν σκληρή όμως αυτό δεν τους φόβιζε. Τα μεροκάματα δεν ήταν αυτά που τους είχαν υποσχεθεί ήταν μεροκάματα πείνας. Η στέγαση τους, χώροι δίχως συνθήκες υγιεινής.

Οι «πατρώνες», άνθρωποι αρπακτικά, τους πούλησαν ελπίδες για μια καλύτερη ζωή, κάτι που τελικά δεν ίσχυε, κάτι που για να το κερδίσουν αργότερα, πάλεψαν πολύ.

Πουλώντας τους όνειρα κατάφεραν να ξεγελάσουν μεγάλο ποσοστό εξαθλιωμένων Ελλήνων.

Οι πατρώνες, Έλληνες της Αμερικής έκαναν συμφωνίες με κατασκευαστικές εταιρείες κολοσσούς της Αμερικής για να τους προμηθεύουν φθηνά εργατικά χέρια. Παρόλο την μεγάλη συρροή μεταναστών, τα φθηνά εργατικά χέρια δεν έφθαναν, η ζήτηση τους ήταν μεγάλη. Σιδηροδρομικές γραμμές, γέφυρες, ουρανοξύστες, κατασκευάζονταν. Εκείνο το διάστημα ήταν που ξεκίνησαν να μεταναστεύουν παιδιά με τη βοήθεια των πατρώνων.

Οι «πωλητές ονείρων»ταξίδευαν σε χωριά της Ελλάδος αναζητώντας πάλι εργατικά χέρια αυτή τη φορά όμως παιδιά. Υπόσχονταν δουλειες και πλούτη και έπαιρναν με την ευχή των γονέων τα παιδιά τους. Εξαθλιωμένοι γονείς, επιθυμούσαν για τα παιδιά τους μια καλύτερη ζωή δίχως πείνα και στερήσεις. Τα παιδιά αυτά έφθαναν κατά χιλιάδες. Έγιναν λούστροι στους δρόμους της Νέας Υόρκης, σκλάβοι κάτω από τη γη.

Οι εργοδότες τους τα στέγαζαν σε καλύβες κάτω από άθλιες συνθήκες, βρώμικα και πεινασμένα. Η μεγάλη αυτή επιχείρηση έκανε χρυσές δουλειές. Η τότε κυβέρνηση της Αμερικής όταν πλέον η παράνομη μετακίνηση παιδιών πήρε μεγάλες διαστάσεις απαγόρευσε αυτού του είδους την εκμετάλλευση. Οι πατρώνες εξακολούθησαν να θησαυρίζουν όμως και πάλι. Συνέχισαν το παιδομάζωμα με άλλο τρόπο. Ταξίδευαν στη πατρίδα υιοθετώντας δήθεν τα παιδιά.

Κάποια από αυτά τα παιδιά που γνώρισαν το σκληρό πρόσωπο της ξένης γης, χάθηκαν. Κάποια που κατάφεραν να επιβιώσουν δεν είδαν ποτέ ξανά τους γονείς τους. Κάποια πάλεψαν, έκαναν οικογένειες και έγιναν σπουδαίοι επιχειρηματίες εκεί στη ξενιτιά.

Χώμα ελληνικό

Τώρα ποὺ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὰ ξένα

καὶ θὰ ζοῦμε μῆνες, χρόνους χωρισμένοι,

ἄφησε νὰ πάρω κάτι κι ἀπὸ σένα,

γαλανὴ πατρίδα πολυαγαπημένη,

ἄφησε μαζί μου φυλαχτὸ νὰ πάρω

γιὰ τὴν κάθε λύπη κάθε τι κακό,

φυλαχτὸ ἀπὸ ἀρρώστια, φυλαχτὸ ἀπὸ Χάρο,

μόνο λίγο χῶμα, χῶμα ἑλληνικό.

Χῶμα δροσισμένο μὲ νυχτιᾶς ἀγέρι,

χῶμα βαφτισμένο μὲ βροχὴ τοῦ Μάη,

χῶμα μυρισμένο ἀπ᾿ τὸ καλοκαίρι,

χῶμα εὐλογημένο, χῶμα ποὺ γεννάει

μόνο μὲ τῆς Πούλιας τὴν οὐράνια χάρη,

μόνο μὲ τοῦ ἥλιου τὰ θερμὰ φιλιά,

τὸ μοσχάτο κλῆμα τὸ ξανθὸ σιτάρι,

τὴ χλωρὴ τὴ δάφνη, τὴν πικρὴν ἐλιά.

Χῶμα τιμημένο, ποὔχουν ἀνασκάψει

γιὰ νὰ θεμελιώσουν ἕναν Παρθενώνα,

χῶμα δοξασμένο, ποὔχουν ροδοβάψει

αἵματα στὸ Σούλι καὶ στὸ Μαραθώνα,

χῶμα πὄχει θάψει λείψαν᾿ ἁγιασμένα

ἀπ᾿ τὸ Μεσολόγγι κι ἀπὸ τὰ Ψαρὰ

χῶμα ποὺ θὰ φέρνει στὸν μικρὸν ἐμένα

θάρρος, περηφάνια, δόξα καὶ χαρά.

Θὲ νὰ σὲ κρεμάσω φυλαχτὸ στὰ στήθια,

κι ὅταν ἡ καρδιά μου φυλαχτὸ σὲ βάλει

ἀπὸ σὲ θὰ παίρνει δύναμη βοήθεια,

μὴν τὴν ξεπλανέψουν ἄλλα, ξένα κάλλη.

Ἡ δική σου ἡ χάρη θὰ μὲ δυναμώνει,

κι ὅπου κι ἂν γυρίσω, κι ὅπου κι ἂν σταθῶ

σὺ θὲ νὰ μοῦ δίνεις μιὰ λαχτάρα μόνη,

πότε στὴν Ἑλλάδα πίσω θὲ νὰ ῾ρθῶ.

Κι ἂν τὸ ριζικό μου -ἔρημο καὶ μαῦρο-

μοὔγραψε νὰ φύγω καὶ νὰ μὴ γυρίσω,

τὸ στερνὸ συχώριο εἰς ἐσένα θἄβρω,

τὸ στερνὸ φιλί μου θὲ νὰ σοῦ χαρίσω.

Ἔτσι κι ἂν σὲ ξένα χώματα πεθάνω,

καὶ τὸ ξένο μνῆμα θἆναι πιὸ γλυκὸ

σὰ θαφτεῖς μαζί μου στὴν καρδιά μου ἐπάνω,

χῶμα ἀγαπημένο, χῶμα ἑλληνικό.

Γεώργιος Δροσίνης

Written by

Ρέα ΚΑΛΟΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗ

Η Ρέα Καλογερογιάννη αρθρογραφεί στην Εφημερίδα ΑΡΙΣΤΕΙΑ. Είναι υποψήφια δημοτική σύμβουλος του Δήμου Θεσσαλονίκης με τον Γιάννη Νασιούλα και την Νέα Αρχή για την Θεσσαλονίκη. Γεννήθηκε στις 15 Απριλίου 1976 και μεγάλωσε στην Αμφιλοχία, μια κωμόπολη του Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Το 1994, τελειώνοντας το Λύκειο, φοίτησε για ένα χρόνο σε κολέγιο της Αθήνας, όπου και έδωσε εξετάσεις και εισήχθη σε πανεπιστήμιο της Αγγλίας. Σπούδασε στο South Bank University του Λονδίνου στο τμήμα του Civil Engineering. Από το 2003 έως το 2008 διατηρούσε κατάστημα στα Νέα Φλογητά Χαλκιδικής ενώ παράλληλα εργάστηκε και ως μεσίτρια. Ανέκαθεν αγαπούσε την συγγραφή, από τα παιδικά της ακόμη χρόνια έγραφε στίχους και ιστορίες μυστηρίου. Τα τελευταία χρόνια, ασχολείται μόνο με τα βιβλία της και το μεγάλωμα των τριών παιδιών της.