Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος ˚
με μίαν εφημερίδα εμπρός του, χωρὶς συντροφιά.

Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.

Ξέρει που γέρασε πολύ ˚ το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρὸς που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τί διάστημα μικρό, τί διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πὼς τον εγέλα ˚

και πὼς τὴν εμπιστεύονταν πάντα – τί τρέλλα! –
την ψεύτρα που έλεγε ˚ “Αύριο. Έχεις πολὺν καιρό.”

Θυμάται ορμὲς που βάσταγε ˚ και πόση
χαρὰ θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

… Μα απ’ το πολὺ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.

Originally posted 2018-04-02 18:39:50.