Πρώτη ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες κατατάσσεται η χώρα μας σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ. Πρώτη επίσης σύμφωνα με τις ίδιες πηγές κατατάσσεται και στην αδήλωτη εργασία. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η Ελλάδα, κατέχει τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές πανευρωπαϊκά: ΦΠΑ 24% αντί 20% του μέσου όρου της Ευρώπης, φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων 29% σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη που κυμαίνεται μεταξύ 19-20%. Όσον αφορά στον ανώτατο συντελεστή φορολόγησης φυσικών προσώπων, το ποσοστό αγγίζει το 45% σε σχέση με το 34,9% που σημειώνεται στην Ευρώπη, ενώ στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης ο φόρος για τον εργαζόμενο είναι 16% και για τον εργοδότη 24,1% αντί 12,8% και 21,7% κατά μέσο όρο στην υπόλοιπη Ευρώπη αντίστοιχα.

Ανάλογη είναι η εικόνα στους φορολογικούς συντελεστές των ειδικών φόρων κατανάλωσης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα, τον φόρο επί των καυσίμων. Τα έσοδα από τον συστηματικό φόρο ακίνητης περιουσίας ανέρχονται στο 2,7% του ΑΕΠ αντί του 1,6% του ΑΕΠ στην Ευρώπη. Η πρωτιά αυτή αποτελεί αιτία και αποτέλεσμα της δεινής κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, καθιστώντας τη χώρα μας πρωταθλήτρια σε φοροδιαφυγή, αδήλωτη εργασία και λαθρεμπόριο. Θεωρητικά, η πάταξη της φοροδιαφυγής θα προσέθετε 3 δις έσοδα, αν και κάτι τέτοιο είναι αδύνατον λόγω της αδυναμίας καταβολής φόρων από τους πολίτες.

Η κυβέρνηση δηλώνει πως με την ολοκλήρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής του 2018, ανοίγει ο δρόμος για την αντιστροφή της κατάστασης, ώστε να προωθηθεί η οικονομική ανάπτυξη, δηλώνοντας πως έχει προσωρινό χαρακτήρα και δεν πρόκειται να διατηρηθεί. Το ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι για ποιο λόγο η χώρα εισήλθε σε αυτή την αντιαναπτυξιακή πορεία, όταν δανειζόμενοι και δανειστές παραδέχονται πως η υπερφορολόγηση, αφενός δεν αποδίδει λόγω φοροδοτικής αδυναμίας των πολιτών και αφετέρου λόγω του ότι αποτελεί την επιτομή της οικονομικής συρρίκνωσης παγκοσμίως.