Η Μελίνα Μερκούρη τραγούδησε κάποτε ότι «το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη». Τον γνωστό αυτό στίχο φέρνουν στον νου τις μέρες αυτές, παραμονές εθνικών εκλογών, οι πράξεις και τα λεγόμενα πολλών πολιτικών του τόπου μας. Οι αναμενόμενες αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό θα στερήσουν από αρκετούς τις καρέκλες που τόσο ερωτεύτηκαν και η ξαφνική απώλεια της μεθυστικής ηδονής δεν χωνεύεται εύκολα. Συνεπώς, γινόμαστε θεατές μια παρόξυνσης παραλογισμού εκ μέρους των πολιτευτών, οι οποίοι δείχνουν να αγαπούν υπερβολικά το τομάρι τους, αλλά ελάχιστα τον τόπο που «υπηρετούν».

Μόνο έτσι δικαιολογείται η εμμονή κάποιων φιλόδοξων εκπροσώπων του ελληνικού λαού να βγαίνουν στα μέσα ενημέρωσης και να κάνουν επίδειξη ασχετοσύνης ενώπιον ολόκληρου του πανελληνίου. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς το γεγονός, λ.χ. ότι στελέχη του κυβερνώντος κόμματος καταδέχονται, χωρίς αιδώ, να υποκρίνονται τάχα ότι πιστεύουν πως η εις βάρος τους διαφορά με την ΝΔ είναι αναστρέψιμη ή ότι το μνημόνιο που εφάρμοσε με την ίδια σκληράδα των προκατόχων του ο «αντιμνημονιακός» ΣΥΡΙΖΑ «έσωσε» την οικονομία και άρα δικαιούται το κυβερνών κόμμα να επανεκλεγεί; Πώς να προσπεράσει ο μέσος πολίτης το γεγονός ότι οι ίδιοι κυβερνητικοί αρνούνται μέχρι σήμερα να αναγνωρίσουν την τεράστια ζημιά που τους έχει προκαλέσει η κατάπτυστη Συμφωνία των Πρεσπών και ότι η κατάδηλη δυσαρέσκεια του λαού εκφράζεται έντονα στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων; Προφανώς, το ίδιο ερώτημα ισχύει και για τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι οποίοι παριστάνουν ότι η κατώτερη των περιστάσεων νεφελώδης στάση της ηγεσίας της ΝΔ σχετικά με την Συμφωνία των Πρεσπών και άλλα εθνικά θέματα δεν δημιουργεί σοβαρές επιφυλάξεις ανάμεσα στους ψηφοφόρους, οι οποίοι απλώς επείγονται να απομακρύνουν την ανεκδιήγητη κυβέρνηση Τσίπρα πριν συμβεί η επόμενη τραγωδία και επιλέγουν το «μη χείρον».

grecobooks-6

Για τα δε νέα κόμματα που εμφανίζονται να εισέρχονται στην Βουλή, υπάρχουν πολλά ερωτηματικά. Ειδικά για το κόμμα του κ. Βαρουφάκη, ο οποίος κατάφερε και έκτισε ένα δημοφιλές προφίλ μέσα από την οικονομική κρίση και τα άδικα μνημόνια που κατέστησαν την Ελλάδα αποικία χρέους της ΕΕ, οι ανησυχίες είναι πολλές, ειδικά σχετικά με τον εθνομηδενισμό που εκπέμπει και έναν ανύπαρκτο «ευρωπαϊσμό» που πρεσβεύει.

Η λοιμική του εθνομηδενισμού

Η πολιτική νόσος του εθνομηδενισμού έχει πλήξει τον ελλαδικό χώρο ως άλλος λοιμός και έχει εισχωρήσει, κατά το μάλλον ή το ήττον, σε όλα τα κόμματα. Για παράδειγμα, η τοποθέτηση της κας Γιαννάκου από τον κ. Μητσοτάκη στο ψηφοδέλτιο της επικρατείας μετά τον σάλο που είχε δημιουργηθεί επί θητείας της στο υπουργείο Παιδείας για το περιβόητο βιβλίο ιστορίας της Στ’ Δημοτικού δεν μπορεί να εκληφθεί ως καλός οιωνός για την στάση που θα τηρήσει ο ίδιος κόντρα στο τσουνάμι ιστορικού ρεβιζιονισμού που σαρώνει την χώρα και επιβάλλεται από τα γνωστά παράκεντρα εξουσίας.

Η γνωστή καραμέλα του ευρωπαϊσμού που πιπιλίζουν τόσα χρόνια τα μεγάλα κόμματα, αλλά και τα νεοεισερχόμενα, έχει ένα όμορφο περιτύλιγμα αλλά αφήνει μια πικρή γεύση. Πού ακριβώς βρίσκεται ο λεγόμενος ευρωπαϊσμός που πρεσβεύουν οι άρχοντες του τόπου όταν η «ενωμένη» Ευρώπη επιβάλλει σε ένα κράτος-μέλος της καθεστώς αποικιοκρατίας, όπου ο πληθυσμός της φτωχοποιείται με μεθόδους σχεδόν μαφιόζικους, ενώ το κράτος αδυνατεί να προσφέρει βασικές υπηρεσίες σε τομείς όπως υγεία και ασφάλεια; Πόση πραγματική αλληλεγγύη πρόκειται να δείξουν οι περιβόητοι Ευρωπαίοι «εταίροι» στην Ελλάδα και την Κύπρο, τώρα που καλούνται να αντιμετωπίσουν τις παράνομες γεωτρήσεις που πραγματοποιεί η Τουρκία στο Αιγαίο και την κλιμάκωση της επιθετικής συμπεριφοράς της; Αν είναι η ίδια που έδειξαν κατά την διάρκεια της μεταναστευτικής κρίσης, όταν αποφασίστηκε να μετατραπεί η Ελλάδα σε αποθήκη ψυχών, τότε ζήτω που καήκαμε.

Αυτό που λείπει από όλα τα κόμματα είναι ένα γνήσιο αίσθημα εντοπιότητας και η έμπρακτη βεβαίωση ότι για να ανήκεις σε ένα ευρύτερο σχήμα και να είσαι υπολογίσιμος, πρέπει να κομίζεις κάτι περισσότερο από τον μεταπρατισμό. Πρέπει να διαθέτεις μοναδικά χαρίσματα και μια δημιουργική ετερότητα τα οποία θα σε επιτρέψουν να συμβάλλεις στο σύνολο, όχι απλά να (επ)αιτείς. Το στοιχείο αυτό απουσιάζει ηχηρά από τις κομματικές πλατφόρμες, με τους πρωταγωνιστές να ανταγωνίζονται απλά για το ποιος θα είναι καλύτερος «υπάλληλος» των Βρυξελλών ή στην καλύτερη περίπτωση, πιο επιτυχημένος διαχειριστής τον πακέτων και προγραμμάτων που αποφασίστηκαν για εμάς, χωρίς εμάς.

Η εντοπιότητα που μπορεί να γεννήσει μια καλή «παραφροσύνη»

Επανερχόμενοι στον γνωστό στίχο του Γκάτσου, πιο πολύ από ανερχόμενα αστέρια των παρατάξεων, τεχνοκράτες, νάρκισσους, μπουραντάδες, τσεγκεβάρες και παντός άλλου ζιζανίου που φύεται στον μπαξέ της ελλαδικής πολιτικής σκηνής, η χώρα έχει ανάγκη από ανθρώπους με δυνατό αίσθημα εντοπιότητας. Να είναι ερωτευμένοι με τον τόπο, όχι με την καρέκλα που κατέχουν. Να ζητούν «τον έπαινο του Δήμου…τα δύσκολα και τ’ανεκτίμητα εύγε» και όχι τις πλούσιες αμοιβές της σατραπείας.

Ίσως, τότε, αν βρισκόταν μια χούφτα τέτοιοι άνθρωποι που κατόρθωναν λάθρα να τρυπώσουν μέσα από τα ψηφοδέλτια των μεγάλων κομμάτων ή κατάφερναν να ενωθούν οι πατριωτικές δυνάμεις που δεν αυτοπροσδιορίζονται αποκλειστικά ως δεξιοί και αριστεροί, αλλά ως «ημέτεροι» ή «οθνείοι», να προέκυπτε κάποια καλή «παραφροσύνη» για τον τόπο. Να ανακαλύπταμε, δηλαδή, και πάλι το φιλότιμο, την θυσιαστική αυτοπροσφορά, την αιδώ και την τσίπα. Ίσως τότε να επανεμφανιζόταν η λεβεντιά και ο ηρωισμός που έκαναν ακόμη και τους εχθρούς της Ελλάδας να την παραδέχονται και τους πολίτες της χώρας αυτής αξιοθαύμαστους. Πάντως, από ετεροβαρείς περιστασιακές συμμαχίες και έναν ψεύτικο διεθνισμό που βρίσκεται παντού και πουθενά, μα μονίμως απών στις δυσκολίες, έχουν να μαρτυρήσουν οι πληγές του τόπου.

Στις 7 Ιουλίου, εάν τύχει και βρείτε κανέναν άνθρωπο που να αγαπάει την Ελλάδα, παράφορα και με κίνδυνο να χαρακτηριστεί παράφρονας από τους γνωστούς συμφεροντολόγους, ψηφίστε τον/την, και ας μην προέρχεται από το κόμμα που εσείς στηρίζετε. Την λύση δεν θα την δώσει ο Μαρξ ή ο Φρίντμαν. Θα την δώσει ο Παπαδιαμάντης και ο Ελύτης. «Το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη το διάβασα στον Παλαμά, το βρήκα στον Δροσίνη».

 

Written by

Χριστόφορος ΤΡΙΠΟΥΛΑΣ

Ο Χριστόφορος Τριπουλάς είναι πανεπιστημιακός και διδάσκει μαθήματα ρητορικής και διαπροσωπικής επικοινωνίας. Ασχολείται με την μετάφραση και την επιφυλλιδογραφία και είναι συντάκτης στην εφημερίδα Αριστεία.