Ως «κεραυνός εν αιθρία» ήρθε η ξαφνική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να τιμωρήσει δύο μητροπολίτες της τοπικής Εκκλησίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και να αναστείλει την ισχύ του Συντάγματος της Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Η απροσδόκητη μετάθεση του μέχρι πρότινος Μητροπολίτη Νέας Ιερσέης κ. Ευαγγέλου σε οιονεί ενεργή μητρόπολη της Μικράς Ασίας και η επιβολή αργίας στον έχοντα τα πρεσβεία της αρχιεροσύνης στην επαρχιακή Σύνοδο της Αρχιεπισκοπής Αμερικής Μητροπολίτη Βοστώνης κ. Μεθόδιο μέχρι τα Χριστούγεννα αποτέλεσε ένα ξεκάθαρο μήνυμα στην «εσωτερική αντιπολίτευση» που φαίνεται να αντιμετωπίζει ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Ελπιδοφόρος. Παράλληλα, η αναστολή του ισχύοντος συντάγματος, το οποίο λειτουργεί από το 2003, ανοίγει τον δρόμο για την αναδόμηση της διοικητικής διάρθρωσης της Αρχιεπισκοπής, όπου πιθανόν να οδηγηθεί στην προ 2003 εποχή, με την κατάργηση των κατά τόπους ημιαυτόνομων Μητροπόλεων και την καθιέρωση ενός σχήματος που θα ευνοεί την διοικητική υπεροχή του αρχιεπισκόπου.

Η εν λόγω παρέμβαση, όμως, της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού θρόνου μοιάζει να αφήνει περισσότερα ερωτηματικά παρά απαντήσεις. Επειδή οι ενέργειες για τις οποίες εγκαλούνται οι εν λόγω μητροπολίτες δεν έχουν γίνει επισήμως γνωστές μέχρι στιγμής και δυσκολεύεται ο λαός να σχηματίσει πληρέστερη εικόνα για τις αιτίες που οδήγησαν στο «άδειασμά» τους, η αποτίμηση των συγκεκριμένων συνοδικών αποφάσεων παραπέμπεται σε μελλοντικό χρόνο. Πλην όμως, προκύπτουν ήδη δύο σημαντικά ερωτήματα τα οποία οφείλουν να απασχολούν τόσο την ιεραρχία, όσο και τον λαό.

«Και τούτο ποιήσαι κακείνο μη αφιέναι»

Πρώτον και κυριότερον, κατά πόσο οι αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου ισχύουν και εφαρμόζονται στις ανά την υφήλιο επαρχίες της Μητέρας Εκκλησίας; Εάν το Φανάρι αξιώνει και απαιτεί να αναγνωρίζονται και να γίνονται σεβαστές οι αποφάσεις του περί εκλογής επισκόπων, επιβολής επιτιμίων και ποικίλων εντολών διοικητικής φύσεως, πολλώ δε μάλλον επιβάλλεται να τηρούνται οι αποφάσεις του σχετικά με λειτουργικά θέματα και ζητήματα πίστεως. Στην εποχή του κορωνοϊού, όμως, η λογική αυτή αλληλουχία έχει ανατραπεί.

Παρά την ξεκάθαρη απόφαση της Συνόδου τον περασμένο Ιούνιο περί της μεταδόσεως της Θείας Κοινωνίας με τον παραδοσιακό τρόπο, εις απάντηση της καινοτομίας των κουταλιών μίας χρήσεως, κτλ. τα οποία εφαρμόστηκαν κατά τόπους – ενίοτε δε χωρίς καν την εξωθεσμική παρέμβαση και τον εκβιασμό των κρατικών αρχών – το φαινόμενο αυτό εξακολουθεί να παρατηρείται σε ενορίες. Είναι κοινό μυστικό ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ενορίες στην Αμερική (ίσως και αλλαχού) όπου ιερείς, δρώντας αυτοβούλως ή υποκύπτοντας σε πιέσεις επιτρόπων, δωρητών και άλλων λαϊκών παραγόντων, εξακολουθούν να μεταδίδουν την Θεία Κοινωνία με πολλαπλά κουτάλια μίας χρήσεως, παρά την ρητή και ξεκάθαρη απαγόρευση εκ μέρους της Μητέρας Εκκλησίας.

Εύλογα, λοιπόν, αναρωτιέται κανείς, για ποιον λόγο οι τοπικές εκκλησιαστικές αρχές ανέχονται την ανυπακοή εκ μέρους των ενοριών αυτών και με ποιο κριτήριο (πλην της παρέμβασης των υγειονομικών αρχών) δύνανται οι ενορίες αυτές να θέτουν τον εαυτό τους υπεράνω της Ι. Συνόδου, η οποία υποτίθεται ότι εκφράζει την καθολικότητά της Εκκλησίας. Εδώ ηχεί προειδοποιητικά μια διαπίστωση του «αγίου των ελληνικών γραμμάτων» Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «Ἡ οὐσία τοῦ προτεσταντισμοῦ δὲν ἔγκειται τόσον ἐν τῇ μὴ τιμῇ τῶν εἰκόνων καὶ τῶν λειψάνων, ὅσον ἐν τῇ ἀπορρίψει τοῦ κύρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν Πατέρων καὶ τῆς παραδόσεως, ἐν τῇ ἀπολύτῳ ἐλευθερίᾳ τοῦ ἑρμηνεύειν ἕκαστον τὰς Γραφάς, ὅπως ἂν αὐτῷ ἀρέσκῃ».

Οι πολλές στροφές προκαλούν ζάλη

Το δεύτερο ερώτημα αφορά στην συνέπεια αυτών τούτων των συνοδικών αποφάσεων. Η τελευταία αλλαγή του συνταγματίου της Αρχιεπισκοπής Αμερικής δεν μετρά καν δύο δεκαετίες ζωής. Μέσα σε αυτό το διάστημα, τα πρόσωπα που κατείχαν τα υψηλά διοικητικά πόστα ήταν λίγο-πολύ τα ίδια. Συνεπώς, δεν είναι ξεκάθαρο εάν τα φαινόμενα κακοδιοίκησης οφείλονται στην νέα διοικητική δομή ή στις ικανότητες και την νοοτροπία των διοικούντων. Τούτων δοθέντων, ίσως είναι αρκετά νωρίς για να διεξαχθούν συμπεράσματα και να γίνουν νέοι πειραματισμοί στην μεγαλύτερη επαρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία ταλαιπωρείται από διάφορες κρίσεις τα τελευταία χρόνια. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος η εσπευσμένη αλλαγή του συνταγματίου να ερμηνευθεί ως έμμεση παραδοχή από το Φανάρι ότι έσφαλλε όταν κατακερμάτισε την επαρχία της Αμερικής σε μητροπόλεις (ένας από τους λόγους που οδήγησε στην απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου πρώην Αμερικής κ. Σπυρίδωνα το 1999, μετά από μόλις 3 χρόνια στο πηδάλιο, όταν αντέδρασε στο εν λόγω σχέδιο) ή να κατηγορηθεί η Κωνσταντινούπολη από εχθρούς και ανταγωνιστές ότι ενεργεί καιροσκοπικά. Σε κάθε περίπτωση, η μη τήρηση μιας συνεπούς στάσης σχετικά με την επαρχία της Αμερικής αποδυναμώνει το ίδιο το Φανάρι, ενισχύοντας φυγόκεντρες τάσεις και υποθάλποντας έναν λαϊκίζοντα σοβινιστικό τοπικισμό που μπορεί να εργαλειοποιηθεί από αντιπατριαρχικούς κύκλους που προσβλέπουν στην ανεξαρτητοποίηση.

Εξάλλου, το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ομογένεια δεν έγκειται στο αν τα επιμέρους διοικητικά διαμερίσματα της τοπικής Εκκλησίας ονομάζονται επισκοπές ή μητροπόλεις ή εάν οι παπάδες ανά την επικράτεια μνημονεύουν το όνομα του αρχιεπισκόπου ή του οικείου ιεράρχη. Οι ελλείψεις και τα κακώς κείμενα παρατηρούνται στην ανυπαρξία κάποιας συντονισμένης και επιτελικά σχεδιασμένης πολιτικής για την προώθηση και διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε όλα τα επίπεδα, την απουσία σοβαρών συντονιστικών οργάνων που μπορεί να κινητοποιούν τους ομογενείς και να παρεμβαίνουν πολιτικά και πολιτισμικά και την στασιμότητα των κοινοτικών δομών και θεσμών, τα οποία μένουν προσκολλημένα σε προπολεμικά μοντέλα οργάνωσης.

Τα συνταγμάτια αλλάζουν αλλά τα προβλήματα παραμένουν

Και επειδή αυτά τα προβλήματα δεν προβλέπεται να λυθούν από το οποιοδήποτε νέο συνταγμάτιο, καλό είναι να επικεντρωθεί η Εκκλησία στην διατήρηση του ορθοδόξου φρονήματος και του πλούσιου πνευματικού-πολιτιστικού θησαυρού που κομίζει. Να αναδεικνύει επισκόπους, όχι δεσπότες, παπάδες που ξεχωρίζουν για ήθος και το ύφος τους, όχι για την προκλητικότητα, εκκοσμίκευση ή τις τραγικές ελλείψεις γύρω από την ελληνική γλώσσα, με την οποία ταυτίστηκε η Εκκλησία από καταβολής. Κοινώς, να αναβιώνει και προαγάγει μια γνήσια ελληνορθόδοξη κοσμοθεωρία, η οποία θα μπορεί να ξεχωρίζει από ψευτοευσεβίστικες ή υλιστικές αντιλήψεις που κινδυνεύουν να παρασύρουν τον απόδημο ελληνισμό στο πολυπολιτισμικό μίξερ της σύγχρονης κοινωνίας, και να παντρέψει τα όσια και ιερά του γένους με την αρχοντιά του κοσμοπολιτισμού.

Μόνο ο χρόνος θα δείξει εάν οι πρόσφατες παρεμβάσεις του Φαναρίου θα θεραπεύσουν ή θα επιδεινώσουν την κατάσταση στην Ομογένεια της Αμερικής. Πάντως, εάν δεν συντελεσθούν οι αναγκαίες αλλαγές σε ενοριακό-κοινοτικό επίπεδο, όσα συνταγμάτια και να εκχωρηθούν και όσες υπερεξουσίες να αποκτήσει ο εκάστοτε αρχιεπίσκοπος, η Εκκλησία της Αμερικής θα εξακολουθεί να αποτελεί αλεξικέραυνο, καθώς θα βρίσκεται συνεχώς στο μάτι του κυκλώνα.

Written by

Χριστόφορος ΤΡΙΠΟΥΛΑΣ

Ο Χριστόφορος Τριπουλάς είναι πανεπιστημιακός και διδάσκει μαθήματα ρητορικής και διαπροσωπικής επικοινωνίας. Ασχολείται με την μετάφραση και την επιφυλλιδογραφία και είναι συντάκτης στην εφημερίδα Αριστεία.