“Η αδελφική Γιουγκοσλαβία, με την οποία μας ενώνουν οι στενότερες αδερφικές σχέσεις και μια κοινή και μακρόχρονη ιδέα- η δημιουργία μιας Νοτιοσλαβικής Ομοσπονδίας- διοικείται δυστυχώς σήμερα από ανθρώπους- τον Τίτο και την ομάδα του- που πρόδωσαν το μεγάλο δόγμα του μαρξισμού-λενινισμού, την προϋπόθεση για αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ κομμουνιστικών κομμάτων και τη βάση για τη συνεργασία τους στο δρόμο προς το σοσιαλισμό. Η εθνικιστική πολιτική της ομάδας Τίτο όλο και περισσότερο αποξενώνει τη Γιουγκοσλαβία από την ΕΣΣΔ και τις νέες δημοκρατίες, την υποτάσσει όλο και περισσότερο στον κίνδυνο του να πέσει στα νύχια του άπληστου ιμπεριαλισμού. Το κόμμα μας παρακολουθεί με αγωνία τον εκφυλισμό των σημερινών ηγετών του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος σε μια τυπική αστικοσωβινιστική κλίκα, εχθρική προς τον Κομμουνισμό. Όμως δεν αμφιβάλλουμε για την αφοσίωση του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο διεθνισμό και το μαρξισμό-λενινισμό και την ικανότητά του να φέρει ξανά τη Γιουγκοσλαβίακοντά στην ΕΣΣΔ και τις λαϊκές δημοκρατίες..

Η προδοσία της ομάδας Τίτο έναντι της ΕΣΣΔ και του ενωμένου δημοκρατικού αντιιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, η αντιμαρξιστική και εθνικιστική πορεία της, που έχει καταδικαστεί από το Γραφείο Πληροφοριών, από όλα τα κομμουνιστικά κόμματα και όλες τις πραγματικές δημοκρατικές οργανώσεις, εκφράστηκε με τη στάση της έναντι της ομοσπονδίας των Νότιων Σλάβων και του μακεδονικού ζητήματος.

Με την ανατροπή της φασιστικής δικτατορίας στη Βουλγαρία στις 9 Σεπτέμβρη του 1944, και την εγκαθίδρυση στη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία ενός λαϊκοδημοκρατικού καθεστώτος υπό την ηγεσία των κομμουνιστικών κομμάτων, δημιουργήθηκαν οι πιο πρόσφορες συνθήκες για έναν συνεπή δημοκρατικό διακανονισμό όλων των εναπομείναντων ζητημάτων μεταξύ των δύο χωρών, συμπεριλαμβανομένου του Μακεδονικού ζητήματος.

Υπό τις νέες εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες που δημιουργήθηκαν, τα ζωτικά συμφέροντα των λαών της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας καθιστούσαν επιτακτικό και οι δύο χώρες να επιδιώξουν τη στενότερη δυνατή προσέγγιση που γρήγορα θα οδηγούσε στην οικονομική και πολιτική ενοποίησή τους- στην εγκαθίδρυση μιας ομοσπονδίας των Νότιων Σλάβων. Τέτοια ομοσπονδία, που θα βασιζόταν σταθερά στη φιλία με την ΕΣΣΔ και την αδελφική συνεργασία με τις άλλες νέες δημοκρατίες, θα μπορούσε επιτυχώς να υπερασπιστεί την ελευθερία και την ανεξαρτησία των λαών της και να εξασφάλιζε τη σταθερή ανάπτυξή τους προς το σοσιαλισμό. Εντός του πλαισίου μιας τέτοιας ομοσπονδίας θα είχαν επιλυθεί σωστά, όλα τα ανεπίλυτα παλιά προβλήματα που κληροδότησαν τα αστικομοναρχικά καθεστώτα αναφορικά με την ενοποίηση των Μακεδόνων από την περιφέρεια του Πιρίν με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, όπως και την επιστροφή της καθαρά Βουλγαρικής Δυτικής Συνοριακής Περιοχής στη Βουλγαρία που η Γιουγκοσλαβία του βασιλιά Αλέξανδρου είχε αρπάξει μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το κόμμα μας σταθερά επέλεξε αυτή την πορεία, βασιζόμενη στο λόγο των γιουγκοσλάβων κομμουνιστών με τους οποίους ήμαστε δεμένοι με την κοινή έργασία και συνεργασία για μια μακρόχρονη περίοδο. Αυτή είναι η σημερινή θέση του κόμματός μας. Όμως οι εθνικιστές ηγέτες της Γιουγκοσλαβίας ξέφυγαν από αυτό το μοναδικό σωστό δρόμο. Αφότου οι δύο κυβερνήσεις είχαν συμφωνήσει σε μια σειρά μέτρων αναφορικά με την επικείμενη εγκαθίδρυση αυτής της ομοσπονδίας, η Κεντρική Επιτροπή του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος πληροφόρησε το Κόμμα μας το Μάρτη του 1948 ότι είχε αλλάξει γνώμη αναφορικά με αυτό το ζήτημα, ότι δεν θα έπρεπε να προφύγουν σε ομοσπονδία, και αρνούνταν να συζητήσουν το ζήτημα περαιτέρω. Ταυτόχρονα, οι γιουγκοσλάβοι ηγέτες έθεσαν ως κεντρικό ζήτημα το μετασχηματισμό της περιφέρειας του Πιρίν σε μια αυτόνομη περιφέρεια με προοπτική την ενσωμάτωσή της στη Γιουγκοσλαβία, ανεξαρτήτως της υφιστάμενης κατανόησης για τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας.

Ταυτόχρονα, αυτή η στροφή του Τίτο και της ομάδας του στο ζήτημα είναι στενά δεμένη με την προδοσία τους έναντι του μαρξισμού-λενινισμού. Αυτή η ομάδα έχει κατρακυλήσει στον ολισθηρό δρόμο του εθνικισμού και σήμερα έχει την ίδια θέση όπως οι μεγαλοσέρβοι εθνικιστές που πάλευαν να ηγεμονεύσουν στα Βαλκάνια και για την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Σερβία και τη Γιουγκοσλβαία.

Οι αποκαλύψεις που έγιναν στο Συνέδριο των Αλβανών κομμουνιστών αναφορικά με τις επιθετικές διαθέσεις της ομάδας Τίτο έναντι της Αλβανίας συνιστούν ακόμα μια απόδειξη της διπρόσωπής της τακτικής, του άξεστου εθνικισμού και της απόσπασης από το ενωμέο σοσιαλιστικό μέτωπο της Σοβιετικής Ένωσης και των λαϊκών δημοκρατιών.

Υπάρχουν δύο εναλλακτικές για την επίλυση του μακεδονικού ζητήματος, το οποίο για δεκαετίες βρισκόταν στο επίκεντρο των βαλκανικών αντιπαλοτήτων και πολέμων.

  1. μια δημοκρατική επανάσταση για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον τουρκικό ζυγό. Αυτός ο δρόμος είχε επιλεχθεί από την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ)-Γκότσε Ντέλτσεφ, Σαντάνσκι και άλλους- καθώς και από τη Μακεδονική Επαναστατική Σοσιαλδημοκρατική Ένωση- Χάτζι Ντίνιοφ, Νικόλα Λάρεζ και άλλους. Αυτές οι Μακεδονικές οργανώσεις έχαιραν της πλήρους υποστήριξης του κόμματός μας, πολλά μέλη του οποίου ήταν ακτιβιστές στο Μακεδονικό επαναστατικό κίνημα.

  2. Ο αστικός εθνικιστικός δρόμος, δηλαδή η απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον τουρκικό ζυγό μέσω πολέμου, και η προσάρτησή της από ένα ή περισσότερα βαλκανικά κράτη. Το κόμμα μας ανέκαθεν απέρριπτε σταθερά τον στρατιωτικο-αστικό εθνικισμό και πολέμησε με συνέπεια ενάντια στα σχέδια των βαλκανικών μοναρχιών και των αστικοκαπιταλιστικών κλικών για την υποδούλωση και τη διάσπαση της Μακεδονίας.

Η δεύτερη εναλλακτική λύση επικράτησε, οδηγώντας σε δύο βαλκανικούς πολέμους (1912-13). Η Μακεδονια απελευθερώθηκε από τον Τουρκικό ζυγό, αλλά διασπάστηκε μεταξύ Σερβίας, Ελλάδας και Βουλγαρίας.

Ενόψει του αυξανόμενου κινδύνου ιμπεριαλιστικής επίθεσης στα Βαλκάνια, τα βαλκανικά Σοσιαλιστικά κόμματα έθεσαν το σύνθημα μιας Βαλκανικής Δημοκρατικής ομοσπονδίας. Ενωμένοι σε μια ισχυρή ομοσπονδία, οι βαλκανικοί λαοί θα μπορούσαν να υπερασπιστούν πιο εύκολα την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους έναντι οποιασδήποτε επιθετικής κίνησης από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα, η ομοσπονδία θα μπορούσε να διευκολύνει την επίλυση όλων των εθνικών ζητημάτων που παρέμεναν στα Βαλκάνια, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της Μακεδονίας. Εντός μιας Βαλκανικής δημοκρατικής ομοσπονδίας, η τριχοτομημένη Μακεδονία θα μπορούσε να ενωθεί σε ένα κράτος με ίσα δικαιώματα.

Το κόμμα μας σωστά στήριξε την επίλυση του μακεδονικού ζητήματος στη δημιουργία μιας βαλκανικής δημοκρατικής ομοσπονδίας. Να γιατί διεξήγε έναν μακρόχρονο, συνεπή και ασυμβίβαστο αγώνα ενάντια στο μεγαλοβουλγαρικό σωβινισμό. Προσχώρησε σε αυτή τη θέση κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων και του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου.

Ποια είναι η ουσία του Μεγαλοβουλγαρικού σωβινισμού της βουλγαρικής μοναρχικής και καπιταλιστικής μπουρζουαζίας;

Συνίσταται, πρώτον, σε μια απόπειρα ηγεμόνευσης στα Βαλκάνια και, δεύτερον, σε μια απόπειρα βίαιης ενσωμάτωσης της Μακεδονίας στο βουλγαρικό κράτος. Αυτή η πολιτική, η οποία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υλοποιήθηκε υπό την κηδεμονία της Ναζιστικής Γερμανίας, ήταν, στην πραγματικότητα, μια προδοτική πολιτική, που απέκρυπτε τις προσπάθειες της Ναζιστικής Γερμανίας να μετατρέψουν τη λεγόμενη “Μεγάλη Βουλγαρία” σε μια Γερμανική αποικία.

Μετά την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση και την προσχώρηση των βαλκανικών Σοσιαλιστικών Κομμάτων στην Κομμουνιστική Διεθνή, η Βαλκανική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία έγινε Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία, στην οποία το κόμμα μας έπαιξε έναν δραστηριο ρόλο. Η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία έβλεπε την επίλυση όλων των βαλκανικών προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένου εκείνου της Μακεδονίας, στη δημιουργία μιας βαλκανικής δημοκρατικής ομοσπονδίας, ικανής να υπερασπιστεί την ελευθερία και την ανεξαρτησία όλων των βαλκανικών λαών.

Το κόμμα μας είχε επομένως πάρει τη σωστή και παραδοσιακή στάση για τα βαλκανικά ζητήματα και επίσης παρείχε μια πραγματικά δημοκρατική επίλυση του μακεδονικού ζητήματος. Το σύνθημα για μια βαλκανική ομόσπονδη δημοκρατία ήταν σε πλήρη αρμονία με το μαρξιστικό-λενινιστικό δόγμα αναφορικά με το εθνικό ζήτημα.

Οι συνειδητοί εργάτες στις βαλκανικές χώρες”, έγραφε ο Λένιν το 1912, “ήταν οι πρώτοι που έθεσαν το σύνθημα για μια συνεπή δημοκρατική λύση του εθνικού προβλήματος στα Βαλκάνια. Ήταν το σύνθημα μιας ομόσπονδης Βαλκανικής δημοκρατίας. Ως αποτέλεσμα της αδυναμίας των δημοκρατικών τάξεων στα σημερινά βαλκανικά κράτη (όπου το προλεταριάτο είναι αριθμητικά μικρό και η αγροτιά οπισθοδρομική, αγράμματη και διασπασμένη), η οικονομικά και πολιτικά αναγκαία ένωση έγινε μια συμμαχία των βαλκάνιων μοναρχών”.

Πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε αναπτυχθεί ένα ισχυρό προοδευτικό Μακεδονικό κίνημα στη Βουλγαρία που υπεράσπιζε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του Μακεδονικού λαού, ως ενός ελεύθερου έθνους. Αυτό υποστηρίχτηκε πλήρως από το κόμμα μας, το οποίο, κατά τη διάρκεια του πολέμου, εργάστηκε σε πλήρη συμφωνία με τους Μακεδόνες κομμουνιστές. Οι Βούλγαροι παρτιζάνοι πάλεψαν δίπλα στους Μακεδόνες παρτιζάνους εναντίον των Γερμανο-Βουλγαρικών στρατευμάτων κατοχής. Το κόμμα μας ολόθερμα υποδέχτηκε την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας εντός της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.

Όπως είναι καλά γνωστό, το κόμμα μας έκανε μεγάλες θυσίες στον αγώνα για την υπεράσπιση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του μακεδονικού λαού, και ενάντια στην επιθετική πολιτική της βουλγαρικής αστικής τάξης.

Μετά τη Συμφωνία του Μπλεντ, και προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία προσέγγισης και μελλοντικής ενοποίησης των μακεδονικών περιφερειών στις δύο χώρες, το κόμμα μας έδωσε τη συγκατάθεσή του για την εισαγωγή της Μακεδονικής γλώσσας ως υποχρεωτικού μαθήματος σε όλα τα σχολεία της Περιφέρειας του Πιρίν, και προσέλαβε πολλούς Μακεδόνες δασκάλους από τα Σκόπια για να διδάξουν, όπως και υποδέχτηκε Μακεδόνες βιβλιοπώλες για να διαδώσουν Μακεδονικά βιβλία. Αυτό ήταν μια απόδειξη ότι το Κόμμα μας έδειχνε τη μέγιστη συμπάθεια στην ενοποίηση του Μακεδονικού λαού.

Όμως οι καλές προθέσεις του κόμματός μας προδόθηκαν από τους ηγέτες του Βελιγραδίου και των Σκοπίων. Οι περισσότεροι δάσκαλοι και βιβλιοπώλες που στάλθηκαν από τα Σκόπια, προφανώς κατόπιν υποδείξεων των Γιουγκοσλάβων ηγετών, έγιναν πράκτορες της Μεγαλογιουγκοσλαβικής και αντιβουλγαρικής σωβινιστικής προπαγάνδας και αργότερα, μετά την προδοσία της ομάδας Τίτο έναντι της ΕΣΣΔ και του ενωμένου αντιιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, μετατράπηκαν σε αντισοβιετικό πρακτορείο.

Αυτό που οι πράκτορες του Κουλισέφσκι έκαναν στην περιφέρεια του Πιρίν ήταν μόνο μια αντανάκλαση αυτού που συνέβαινε εντός της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Υπό το πρόσχημα του αγώνα εναντίον του Μεγαλοβουλγαρικού σωβινισμού και με τη βοήθεια του κρατικού μηχανισμού και όλων των άλλων δημοσίων οργανισμών- πολιτικών και πολιτιστικών- έλαβε χώρα μια συστηματική καμπάνια εναντίον κάθε τι του βουλγαρικού, εναντίον του βουλγαρικού λαού, του πολιτισμού του, της λαϊκής δημοκρατίας του, του Πατριωτικού Μετώπου του και ειδικά εναντίον του κόμματός μας. Κανένα βουλγαρικό βιβλίο ή εφημερίδα, ούτε καν η “Εργατική Υπόθεση” δεν επιτρεπόταν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας. Όλες οι βουλγαρικές επιγραφές στα παλιά σχολικά κτίρια και σε άλλα μνημεία επιμελώς απαλείφτηκαν. Οικογενειακά ονόματα, όπως για παράδειγμα, Κούλισεφ, Ουζούνοφ, Τσβέτκοφ και άλλα, έγιναν, όπως γνωρίζουμε, Κουλισέφσκι, Ουζουνόφσκι, Τσβετκόφσκι, ώστε να μην έχουν τίποτε το κοινό με τα βουλγαρικά ονόματα.

Δημόσιοι λειτουργοί στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας είχαν το θράσσος να κάνουν δηλώσεις εναντίον του βουλγαρικού λαού και της Βουλγαρίας. Στο γνωστό του λόγο, στις 23 Μάρτη 1948 στο 2ο συνέδριο του Μακεδονικού Λαϊκού Μετώπου, ο Κουλισέφσκι συκοφαντικά κατηγόρησε τη χώρα μας και τη λαϊκή εξουσία της για καταπίεση του Μακεδονικού πληθυσμού στην περιφέρεια του Πιρίν.

Η προβοκατόρικη ομιλία του Κουλισέφκσι αναπαρήχθη με ζήλο από τις εφημερίδες, τα πρακτορεία και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς των αγγλοαμερικάνων ιμπεριαλιστών προκειμένου να ξεκινήσουν μια τρομοκρατική εκστρατεία έναντι της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και ενάντια στην ενοποίηση του Μακεδονικού λαού.

Τον περασμένο Ιούλη, από το βήμα του 5ου συνεδρίου του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Βελιγράδι, τα κύρια βέλη στις επιθέσεις εναντίον των λαϊκών δημοκρατιών κατευθύνθηκαν εναντίον της χώρας μας. Στις ομιλίες τους οι Τίτο, Τζίλας, Τέμπο, Κουλισέφσκι και Βλάχοφ έχυσαν το σωβινιστικό τους δηλητήριο εναντίον της Βουλγαρίας, εναντίον του κόμματός μας, του οποίου το λάθος, ως φαίνεται, συνίσταται στην άρνησή του να αφήσει να του αρπάξουν την περιφέρεια του Πιρίν και στην καταδίκη της προδοσίας των Γιουγκοσλάβων ηγετών. Ο στρατηγός Τέμπο έφτασε μάλιστα στο σωβινιστικό του ντελίριο να προσβάλει και να χλευάσει τον αντιφασιστικό αγώνα του βουλγαρικού λαού και του παρτιζάνικου κινήματός του, παρότι είναι καλά γνωστό ότι οι παρτιζάνοι μας πάλεψαν στο πλάι των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων και ότι ο στρατός μας ενεργά συμμετείχε υπό τη διοίκηση του στρατάρχη Τολμπούχιν στον πόλεμο για την τελική απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας.

Προς το τέλος του Σεπτέμβρη του 1948, ο πρωθυπουργός της Λαϊκής Δημοκρατίας της Σερβίας, Πέτερ Στάμπολιτς είχε την αναίδεια δημοσίως να προσβάλει τη χώρα μας στη Σκούπστινα, ισχυριζόμενος ότι πολιτικοί αξιωματούχοι της Βουλγαρίας διέδιδαν προπαγάνδα εναντίον της Γιουγκοσλαβικής εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας.

Είναι ξεκάθαρο ότι τέτοιες συκοφαντίες μπορούν να έχουν μόνο έναν στόχο: να φέρουν σε ανταγωνισμό τους λαούς της Γιουγκοσλαβίας εναντίον του Βουλγάρικου λαού, να δημιουργήσουν ένα χάσμα μεταξύ των δύο αδελφικών λαών και να παρέχουν στην ιμπεριαλιστική προπαγάνδα ένα όπλο με το οποίο θα μπορούν να συσσωρεύουν νέα ψέματα και συκοφαντίες εναντίον της Βουλγαρίας.

Αργότερα, το Νοέμβρη του 1948 διεξήχθη στα Σκόπια μια δίκη Βουλγάρων φασιστών, πρακτόρων της αστυνομίας και άλλων εγκληματιών πολέμου, οι οποιοι κατά τη διάρκεια της κατοχής είχαν προβεί σε ακρότητες στη Μακεδονία. Η δίκη αυτή, ωστόσο, μετατράπηκε σε μια μοχθηρή σωβινιστική εκστρατεία εναντίον του βουλγαρικού λαού και της χώρας μας. Ο δημόσιος κατήγορος, οι δικαστές και οι κατηγουρούμενοι φασίστες, σύμφωνα με μια προσυνεννόηση, έσπειραν από κοινού έχθρα και συκοφαντίες εναντίον του βουλγαρικού λαού.

Η εθνικιστική και σωβινιστική πολιτική ανθρώπων τύπου Τίτο και Κουλισέφσκι, η οποία είναι η άλλη όψη του νομίσματος της αντισοβιετικής τους πορείας, δεν κατευθύνεται μόνο εναντίον της Βουλγαρίας και του βουλγαρικού λαού αλλά επίσης και εναντίον του Μακεδονικού λαού. Αυτή η πολιτική έχει υιοθετήσει τις μεθόδους των βουλγάρων και σέρβων εθνικιστών και σπέρνει το μίσος μέσα στο Μακεδονικό λαό, τραβώντας τον έναν εναντίον του άλλου, προσφεύγοντας στην τρομοκράτηση και τις διώξεις όσων δεν εγκρίνουν αυτή την επίσημη πορεία των σημερινών γιουγκοσλάβων ηγετών. Με αυτό τον τρόπο, η υλοποίηση της παλιάς ιδέας του Μακεδονικού λαού- η εθνική του ενοποίηση- τεχνητά παρακωλύεται.

Ο πληθυσμός της περιφέρειας του Πιρίν, ωστόσο, αρνείται να υποκύψει σε αυτή την αντιβουλγαρική προπαγάνδα. Αντιτίθεται στην ενσωμάτωση της γης του στη Γιουγκοσλαβία πριν από την υλοποίηση της ομοσπονδίας μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας, καθώς από αμνημονεύτου χρόνου νιώθει οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά δεμένος με το βουλγαρικό λαό και δεν επιθυμεί να κόψει τους δεσμούς του από αυτόν. Εξάλλου, μεταξύ αυτού του πληθυσμού, είναι ακόμα ζωντανές οι παραδόσεις του Μακεδονικού επαναστατικού κινήματος και ειδικότερα της πτέρυγας Σέρες που, με επικεφαλής το Σαντάνσκι, πάντοτε συνηγορούσε υπέρ της ομοσπονδίας ως της μόνης ορθής λύσης του Μακεδονικού ζητήματος.

Γνωρίζουμε καλά ότι η εθνικιστική και σωβινιστική πολιτική των ηγετών του Βελιγραδίου και των Σκοπίων τύπου Τίτο και Κουλισέφσκι δεν έχουν την έγκριση της πλειοψηφίας του Μακεδονικού λαού, ο οποίος είναι πεπεισμένος ότι η εθνική του ενοποίηση θα οικοδομηθεί πάνω στην κατανόηση μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας, σε συνεργασία με αυτούς τους λαούς και με τη διεθνή βοήθεια της ΕΣΣΔ.

Το κόμμα μας ανέκαθεν υπεράσπιζε και συνεχίζει να υποστηρίζει ότι η Μακεδονία ανήκει στους Μακεδόνες. Πιστοί στις παραδόσεις των Μακεδόνων επαναστατών, μαζί με όλους τους έντιμους Μακεδόνες πατριώτες, είμαστε βαθιά πεπεισμένοι ότι ο μακεδονικός λαός θα πραγματοποιήσει την εθνική του ενότητα και θα εξασφαλίσει το μέλλον του ως ελεύθερου έθνους με ίσα δικαιώματα μόνο εντός του πλαισίου μιας ομοσπονδίας των Νότιων Σλάβων.

Κατά το παρελθόν, η ενοποίηση των Νότιων Σλάβων απαντώταν πάντοτε με την ανηλεή αντίσταση του Γερμανικού ιμπεριαλισμού. Σήμερα, οι νέοι διεκδικητές της παγκόσμιας κυριαρχίας- οι αμερικάνοι και βρετανοί ιμπεριαλιστές- αντιτίθενται στην ενοποίηση και συγχώνευση των Νότιων Σλάβων. Έχουν αποκτήσει άξιους συμμάχους, τους σημερινούς γιουγκοσλάβους ηγέτες.

Έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη της ΕΣΣΔ, των νέων δημοκρατιών και των δυνάμεων της δημοκρατίας παγκοσμίως, οι Νότιοι Σλάβοι θα είναι σε θέση να συντρίψουν την αντίθεση των ιμπεριαλιστών και θα υλοποιήσουν τη ζωτικά αναγκαία ενότητά τους. Το κύριο εμπόδιο στην ομοσπονδία των Νότιων Σλάβων είναι σήμερα οι προδότες του μαρξισμού-λενινισμού, η εθνικιστική ηγεσία στο Βελιγράδι και τα Σκόπια, οι Τίτο, Τζίλας, Κουλισέφσκι, Βλάχοφ. Όμως η ιστορία βαδίζει μπροστά και σαρώνει κάθε τι που στέκεται εμπόδιο στο δρόμο της προόδου. Η υπόθεση της ενοποίησης των Νότιων Σλάβων, συμπεριλαμβανομένου του Μακεδονικού λαού, θα θριαμβεύσει”.


Εισήγηση του Γκεόργκι Δημητρώφ στο 5ο Συνέδριο του Βουλγαρικού Εργατικού Κόμματος (Κομμουνιστών), 19 Δεκεμβρίου 1948