Ο πόλεμος μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς εγκυμονεί πολλούς κινδύνους, τόσο για τους κατοίκους της πολύπαθης αυτής περιοχής, όσο και για την ανθρωπότητα εν γένει. Ο ολοένα και αυξανόμενος αριθμός του άμαχου πληθυσμού που συγκαταλέγεται ανάμεσα στα θύματα αυτής της σύρραξης αποτελεί μεγάλη τραγωδία. Στον οδυρμό αυτό αναμένεται να προστεθεί και νέος οδυρμός από τα θύματα τρομοκρατικών επιθέσεων που συσχετίζονται με το κάλεσμα για παγκόσμιο «τζιχάντ». Ήδη το πρώτο τέτοιο θύμα καταμετρήθηκε στην Γαλλία. Έπειτα, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να γενικευτεί η σύρραξη, εάν άλλες ισλαμιστικές οργανώσεις, όπως η Χεζμπολά ή ακόμη και τρίτες χώρες, όπως το Ιράν, εμπλακούν. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να μεταμορφώσει την Μέση Ανατολή σε μπαρουταποθήκη που θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμη και έναν παγκόσμιο πόλεμο.

Μέσα, όμως, στο γενικότερο χάος και το ξέσπασμα των κρίσεων, κατά παράδοξο πάντα τρόπο, δρομολογούνται εξελίξεις που επηρεάζουν άλλες εκφάνσεις των διεθνών σχέσεων. Η κρίση στην Μέση Ανατολή δείχνει ότι θα σταθεί για άλλη μια φορά ευκαιρία για να αποκαλύψει ο Τούρκος πρόεδρος κ. Ταγίπ Ερντογάν τον βαθύτατο αντιδυτικισμό από τον οποίο διαπνέεται και την ενδόμυχη επιθυμία του να ηγηθεί του ισλαμικού τόξου. Παρά την φήμη του ως ισχυρού διεθνούς παίκτη, ο «σουλτάνος» είναι επίσης ξακουστός και για τον εκρηκτικό του χαρακτήρα, εξαιτίας του οποίου «πυροβολεί τα πόδια του». Και οι εκρήξεις αυτές δεν είναι ποτέ πιο έντονες απ’ όταν βρίσκεται το μουσουλμανικό στοιχείο σε εμπόλεμη κατάσταση.

Ο στωμύλος κ. Ερντογάν αποκαλύπτει την πραγματική εικόνα της Τουρκίας

Τότε είναι που δεν λογαριάζει ούτε την γλώσσα την διπλωματίας, ούτε το διαχρονικό παιγνίδι ισορροπίας που προσπαθεί πάντα να παίξει η Τουρκίας ως «επιτήδειος ουδέτερος». Τότε είναι που μιλάει σκληρά και επιδίδεται σε φραστικές επιθέσεις εναντίον του καθενός που θεωρεί εχθρικά διακείμενο προς το Ισλάμ. Στο παρελθόν, οι αντιδράσεις του κ. Ερντογάν τον οδήγησαν να αρνηθεί στις ΗΠΑ την δυνατότητα διέλευσης μέσα από την χώρα του στο πλαίσιο του πολέμου που διεξήγαγαν στο Ιράκ το 2004. Η κίνηση αυτή αποτέλεσε ψυχρολουσία για την Δύση και έθεσε εν αμφιβόλω την μέχρι τότε σιγουριά που διέθεταν για την στρατηγική συμμαχία τους με την Τουρκία. Άλλωστε, ο φίλος στα δύσκολα φαίνεται και ό,τι και να πουν οι τουρκόφιλοι γραφειοκράτες στην Ουάσιγκτον, η Τουρκία δεν ήταν εκεί όταν οι ΗΠΑ την χρειάστηκαν.

Παρόμοιο ξέσπασμα συνέβη μετά την επιδρομή των Ισραηλινών στο τουρκικών συμφερόντων πλοίο «Μαβί Μαρμαρά», που έπλεε προς την Γάζα στην προσπάθεια να σπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό που είχε επιβάλει το Τελ Αβίβ. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν οδήγησαν τις μέχρι πρότινος άριστες τουρκοϊστραηλινές σχέσεις στο ναδίρ, στερώντας από την Άγκυρα έναν πολύτιμο σύμμαχο. Η συνεργασία με τους Ισραηλινούς, που στο παρελθόν είχε εξασφαλίσει πολλά κέρδη για τους Τούρκους, ακόμη και στο αμερικανικό Κογκρέσο με την υποστήριξη του πανίσχυρου εβραϊκού λόμπι, εξανεμίστηκε, εμποδίζοντας την Άγκυρα να αξιοποιήσει πολύτιμες ευκαιρίες στο πλαίσιο της ενέργειας και της γεωπολιτικής, μεταξύ άλλων.

Οι σημερινές εξελίξεις παρουσιάζουν μια ευκαιρία για τον Ελληνισμό την οποία δεν πρέπει να αφήσει να πάει χαμένη. Η Τουρκία μπορεί να αναβαθμίστηκε γεωπολιτικά μετά τον ρωσοουκρανικό πόλεμο, ισορροπώντας μεταξύ Δύσης και Ανατολής, αλλά η λυκοφιλία αυτή δεν παύει να αποτελεί ένα συνοικέσιο που προκύπτει εξ ανάγκης και που θα φθείρεται προϊόντος του χρόνου όσο η Άγκυρα βρίσκεται σε τροχιά απομάκρυνσης από τον δυτικό κόσμο.

Οι τουρκικές φραστικές επιθέσεις διορθώνουν τα διπλωματικά λάθη της Ελλάδας

Η διπλωματική τακτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όπως και προηγουμένων ελληνικών κυβερνήσεων, δεν διασφαλίζει σε απόλυτο βαθμό τα ελληνικά συμφέροντα. Η εγκατάλειψη της δυναμικής προώθησης της επίλυσης του Κυπριακού αποτελεί ένα σοβαρό μειονέκτημα του διπλωματικού προσανατολισμού της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια. Επίσης, η μυστική διπλωματία, για την οποία μαθαίνουν οι Έλληνες πολίτες μέσα από τουρκικές διαρροές, έχει δημιουργήσει αμφιβολίες για την αποφασιστικότητα της Αθήνας να τηρήσει τις διαχρονικές κόκκινες γραμμές που έχουν τεθεί. Για παράδειγμα, το απευκταίο ενδεχόμενο να διαπραγματεύεται η ελληνική κυβέρνηση την αποστρατικοποίηση του Αιγαίου, σύμφωνα με τις πάγιες απαιτήσεις της Τουρκίας, θα ανέτρεπε ανεπανόρθωτα το ισοζύγιο ισχύος μεταξύ των δύο χωρών και θα έθετε την εδαφική ακεραιότητα της χώρας σε άμεσο κίνδυνο.

Κι ενώ όλα έδειχναν ότι η Ελλάδα βάδιζε επάνω σε έναν ολισθηρό δρόμο που θα κατέληγε με βεβαιότητα σε εθνικές περιπέτειες, έκανε ο παρορμητικός κ. Ερντογάν το «θαύμα» του και πάλι. Η εμπρηστική ρητορική του, που στρέφεται ακόμη και σε κορυφαίους αξιωματούχους των ΗΠΑ, διαλύει και την τελευταία ψευδαίσθηση περί εταιρικής σχέσης ΗΠΑ-Τουρκίας ή την δυνατότητα ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Αντιθέτως, αποδεικνύει περίτρανα ότι το τουρκικό κράτος έχει ισλαμοποιηθεί ριζοσπαστικά και ότι δεν ενστερνίζεται πλέον τις δυτικές αξίες. Γνωρίζοντας αυτήν την πραγματικότητα, πώς είναι δυνατόν να εμπιστευθεί η Δύση την Άγκυρα και να εναποθέσει τα στρατηγικά συμφέροντά της στα χέρια της;

Όσο δελεαστική και να είναι η γεωπολιτική θέση της Τουρκίας, όσο δυσάρεστη και να είναι η σκέψη ότι η Άγκυρα μπορεί να αποσκιρτήσει, με αποτέλεσα να υποστεί το δυτικό στρατόπεδο ένα γεωστρατηγικό πλήγμα, είναι δύσκολο πλέον να εθελοτυφλούν οι δυτικοί στρατηγιστές. Κάθε μεσομακροπρόθεσμος σχεδιασμός που περιλαμβάνει την Άγκυρα δεν μπορεί παρά να είναι εξαιρετικά επισφαλής. Άλλωστε, η Τουρκία δεν ήταν ποτέ ένα τίμιος διαπραγματευτής και αρεσκόταν ανέκαθεν να βάζει του «συμμάχους» της να «σφάζονται μεταξύ τους» για τα μάτια της. Κάποια στιγμή όμως, η τακτική αυτή γυρνάει μπούμερανγκ σε εκείνον που την εφαρμόζει.

Ίσως έφτασε η στιγμή εκείνη, όχι χάρη σε κάποια ιδιοφυής διπλωματική κίνηση της Ελλάδος, αλλά στην αβελτηρία και έλλειψη αυτοκυριαρχίας του Τούρκου προέδρου. Όπως και να έχει, καλοδεχούμενη είναι η εξέλιξη αυτή. Αυτό που απομένει είναι να μπορέσει η Ελλάδα να αξιοποιήσει την ευκαιρία να πείσει τους εταίρους της ότι ο ενιαίος γεωπολιτικός χώρος Ελλάδας και Κύπρου είναι η μοναδική σταθερή και αξιόπιστη εμπορική, ενεργειακή και στρατιωτική διαδρομή στην περιοχή και ότι πρέπει να διασφαλιστεί ως κόρη οφθαλμού.

Written by

Χριστόφορος ΤΡΙΠΟΥΛΑΣ

Ο Χριστόφορος Τριπουλάς είναι πανεπιστημιακός και διδάσκει μαθήματα ρητορικής και διαπροσωπικής επικοινωνίας. Ασχολείται με την μετάφραση και την επιφυλλιδογραφία και είναι συντάκτης στην εφημερίδα Αριστεία.