Η περίοδος του «Δωδεκαημέρου», όπως και οι άλλες εορταστικές περίοδοι που εξακολουθούν να αποτελούν ορόσημα στον συλλογικό, αλλά και προσωπικό βίο των Ελλήνων, δηλώνει με περισσή ενάργεια την πολιτιστική ετερότητα του ελληνικού λαού. Μιαν ετερότητα που αντιστέκεται πεισματικά στον πολιτισμικό οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης και φανερώνει ειδοποιές διαφορές ανάμεσα σε λαούς και πολιτισμούς. Οι διαφορές αυτές, αντί να καταπολεμούνται ως δήθεν συντηρητικά απομεινάρια του παρελθόντος ή απλά φολκλορικά κατάλοιπα, θα πρέπει να εκτιμηθούν ως πολύτιμα κεφάλαια που συμβάλλουν στην πολιτιστική ποικιλότητα της οικουμένης.

Άλλωστε, μόνον μέσω των επιμέρους διαφορών και ξεχωριστών γνωρισμάτων δύναται κανείς να καταθέσει προτάσεις οικουμενικού ενδιαφέροντος και να συμμετάσχει ενεργά και ισότιμα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Ο μεταπρατισμός και η αντιγραφή δεν δύνανται να εκτιμηθούν σε διεθνές επίπεδο και χρησιμεύουν μόνο στο να βαυκαλίζουν εγχώρια συμπλέγματα κατωτερότητας που ταλαιπωρούν τον τόπο μας από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.

Όσες δεκαετίες και να προσπαθούν οι ημέτεροι δυτικόπληκτοι να ξεχάσουν ή η εγχώρια τάξη των αρχόντων να διασκεδάσουν τις πολιτισμικές διαφορές αυτές, αποτυγχάνουν, διότι πολύ απλά, φροντίζουν με κάθε ευκαιρία να μας το θυμίζουν οι «Ευρωπαίοι». Χάσμα μέγα χωρίζει τη νοοτροπία και τον πολιτισμικό τρόπο του Έλληνα από των εξ Εσπερίας «εταίρων του».

Η πολιτιστική ετερότητα ως εθνικό κεφάλαιο

Το πρόβλημα δεν έγκειται στο ότι υφίσταται αυτή η ετερότητα, αλλά στο ότι καλλιεργείται επιμελώς, με περισσή ηττοπάθεια, η εντύπωση ότι οι διαφορές αυτές μειώνουν την Ελλάδα ή ότι η υπόλοιπη Ευρώπη βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση εξαιτίας του γεγονότος αυτού. Όπως όλοι οι λαοί, ο ελληνικός, που τυγχάνει να είναι και από τους πλέον ιστορικούς και μακροβιώτερους, έχει μια δική του ξεχωριστή παράδοση που οφείλει να σέβεται και να αναδεικνύει, ιδίως όταν αναζητά λύσεις σε προβλήματα που τον επηρεάζουν κατά τρόπο ιδιάζοντα. Συνειδητοποιώντας τις διαφορές αυτές και αποδέχοντάς τες, μπορούμε να διδαχθούμε από αυτές και να τις αξιολογήσουμε ως κομμάτι της λύσης, όχι του προβλήματος.

Όσο και αν η μονομανία της παγκοσμιοποίησης και οι πολιτικοί πράκτορες του μηδενισμού αγωνίζονται να παρουσιάζουν όλον τον κόσμο ως μιαν ενοποιημένη μάζα, που εμφορείται από τις ίδιες αρχές και ασπάζεται την ίδια ιεραρχία αξιών και προτεραιοτήτων, τα γεγονότα δεν παύουν να τους διαψεύδουν. Είτε ενσυνείδητα, είτε στο υποσυνείδητό μας, κουβαλάμε τη σφραγίδα μιας μακρόσυρτης και μακραίωνης πολιτισμικής κληρονομιάς που δεν εξαλείφεται χάριν οποιασδήποτε πολιτικής ή ιδεολογικής ατζέντας.

Μια μικρή νίκη του Ελληνισμού κόντρα στον διεθνή καταναλωτισμό

Για παράδειγμα, η λεκτική και διακοσμητική αντίσταση του ελληνισμού στην ακατάπαυστη καταιγίδα διαφημίσεων που απεργάζεται την πλήρη εμπορευματοποίηση των Χριστουγέννων αξίζει να αναγνωριστεί ως μια μικρή έστω νίκη ενάντια μιας ολόκληρης παγκόσμιας βιομηχανίας. Κόντρα στην εμμονή της Δύσης να ταυτίζει τον ευτραφή γέροντα ντυμένο στα κόκκινα γνωστό ως Santa Claus με τον άγιο Νικόλα, η Ρωμιοσύνη θέλει τον επίσκοπο Μύρων απερίσπαστο για να προστατεύει τους θαλασσοπόρους. Κι ενώ ταυτίζει τον Santa Claus με τον Αϊ Βασίλη, το γεγονός ότι εορτάζεται η μνήμη του λίγες μέρες μετά τα Χριστούγεννα αποτελεί τροχοπέδη στην πλήρη αλλοίωση της ιστορικής του προσωπικότητας.

Μάλιστα, η συνήθεια της ανταλλαγής δώρων ανήμερα του Αγίου Βασιλείου αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη δυνατόν άμυνα κατά της εμπορευματοποίησης των Χριστουγέννων. Θα ήταν ευχής έργο για τον Ελληνισμό του εξωτερικού να ξαναθυμηθεί αυτή την όμορφη παράδοση ώστε να αντισταθεί κι εκείνος στην σε διεθνή κλίμακα επιχειρούμενη ολοκληρωτική εκκοσμίκευση της εορτής αυτής. Πράττοντας έτσι, θα έδινε και μια πολύ εντυπωσιακή μαρτυρία για την πολιτιστική του ετερότητα, παραθέτοντας πρόταση που θα μπορούσε να ακολουθηθεί και από άλλους λαούς.

Τα καλάντα διασώζουν την ιστορική αλήθεια

Επιπλέον, τα παραδοσιακά κάλαντα φροντίζουν να υπενθυμίζουν στον κόσμο την ιστορική αλήθεια των πραγμάτων, και μάλιστα ρυθμικώς, ώστε να εντυπώνεται ακόμη πιο βαθιά στο υποσυνείδητό του. Όπως σημειώνει ο «Μεγαλέξανδρος των ελληνικών γραμμάτων», που παραμένει πάντα επίκαιρος, ειδικά την περίοδο των εορτών, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: «Επανερχόμενοι εις την εορτην τον Αγίου Βασιλείου (την Περιτομήν αγνοεί ο λαός, και ευλόγως), παραθέτομεν το κύριον της ημέρας ασμα:

Άης Βασίλης έρχεται από την Καισαρίτσα,

βαστάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.

“Βασίλη μ’ πούθε έρχεσαι; και πούθε κατεβαίνεις;

Από τη μάννα μ’ έρχουμαι και στο σκολειό πηγαίνω,

πάω να μάθω γράμματα, να πω την άλφαβήτα”.

Και στο ραβδί, που ήταν ξερό, χλωρά βλαστάρια πέτα

κι απάνου στα ξεβλάσταρα περδίκια κελαϊδούσαν,

όχι περδίκια μοναχά, μόνε και περιστέρια.

Το άσμα τούτο μας φαίνεται θαυμάσιον εν τη αφελεία αυτού. Η έμφυτος φιλομάθεια του Ελληνικού Έθνους, εν μέσω τοσούτων διωγμών και θλίψεων επιζήσασα, μετεχειρίσθη την επί παιδεία φήμην του ελληνικωτάτου Αγίου ως προτροπήν προς τους νέους προς την σπουδήν και μάθησιν, ούτω δε και μετά πολλούς αιώνας ο μέγας της Καισαρείας φωστήρ παρίσταται οιονεί συγγράφων δευτέραν “Προς τους νέους Παραίνεσιν”».

Το ωραίο έθιμο του Χριστουγεννιάτικου καραβιού αποτελεί, επίσης, μια ξεχωριστή πινελιά που μαρτυρεί όχι μόνο την ειδική σχέση του ελληνικού λαού με τη θάλασσα, αλλά και τον συνδυασμό των ταξιδιών με τις εποχές, την παλαιόθεν ύπαρξη της πρόσκλησης/πρόκλησης της ξενιτιάς στη ζωή μας, τον παραλληλισμό της Εκκλησίας με ολκάδα και τον λαό με το πλήρωμά της, κ.ο.κ.

Οι παραδόσεις φανερώνουν πολλά στοιχεία της πολιτιστικής ιεραρχίας αξιών ενός λαού. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι ενώ σε πολλές δυτικές χώρες οι γιορτές τελειώνουν με την πρωτοχρονιά, η παράδοση του Δωδεκαήμερου παραμένει αλώβητη στην Ελλάδα, με τη γιορτινή ατμόσφαιρα να κρατάει ως τα Φώτα.

Φοβού την κενολογία του δήθεν προοδευτισμού

Γι᾽ αυτό όταν ακούει κανείς πολιτικούς ή άλλες δημόσιες προσωπικότητες να μιλούν περί δήθεν προοδευτισμού, θα πρέπει να δείξει ιδιαίτερη προσοχή και να φιλτράρει το μήνυμα που επιχειρούν να περάσουν. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο προοδευτισμός που επαγγέλλονται αναλώνεται στον μεταπρατισμό και την αντιγραφή ξένων λύσεων και ιδεών, που δεν έχουν καν επεξεργαστεί για να εξυπηρετούν τις ξεχωριστές ανάγκες και αξίες του εντόπιου λαού. Στην ουσία, δεν πρόκειται περί διλήμματος ανάμεσα στον συντηρητισμό ή προοδευτισμό, αλλά για έλλειψη δημιουργικής και παραγωγικής σκέψης.

Με σκονάκια και ετοιματζίδικες λύσεις, δεν κερδίζεις την εκτίμηση κανενός, ούτε δύνασαι να σταθείς ισοδύναμα ενώπιον των άλλων εθνών και λαών. Απλά αυτοακυρώνεσαι. Ειδικά σε διεθνές επίπεδο, το γνήσιο και πρωτότυπο εκτιμάται και λογίζεται ως πλούτος. Όλα τα άλλα αποτελούν φτηνά αντίγραφα. Είθε η αγάπη και προτίμηση του λαού για τις παραδόσεις του να συνετίζει και τους βουληφόρους του τόπου αυτού και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης.

Originally posted 2018-01-01 11:01:54.

Written by

Χριστόφορος ΤΡΙΠΟΥΛΑΣ

Ο Χριστόφορος Τριπουλάς είναι πανεπιστημιακός και διδάσκει μαθήματα ρητορικής και διαπροσωπικής επικοινωνίας. Ασχολείται με την μετάφραση και την επιφυλλιδογραφία και είναι συντάκτης στην εφημερίδα Αριστεία.